- πτερόφυλλο
- (pterophyllum). Ψάρι του γλυκού νερού της οικογένειας των κιχλίδων. Το π. ζει στα γλυκά νερά των λιμνών και ποταμών στις τροπικές περιοχές και μοιάζει πολύ με πέρκα. Το ψάρι αυτό, που είναι περιζήτητο στα ενυδρεία, έχει σώμα πλατύ με 3 εγκάρσιες σκοτεινές ραβδώσεις. Τα πτερύγια προσδίδουν στο σώμα του τριγωνική όψη.
Dictionary of Greek. 2013.